Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας πατέρας που ήθελε να μάθει στον μικρό του
γιό, κολύμβηση στη θάλασσα. Ο ίδιος, δεν ήξερε καλά, ήξερε μόνο να
‘’πλατσουρίζει’’ στα ρηχά, αλλα ζήλευε που τα παιδιά των άλλων ήξεραν καλό
κολύμπι και ξανοιγόταν στα βαθιά, έκαναν μακροβούτια, διασκέδαζαν.
Μια μέρα λοιπόν,
μια και δυό, παίρνει το παιδί
του και πάνε στη θάλασσα.
Η θάλασσα ήταν
ήρεμη, χωρίς κύμα, χωρίς αέρα, ιδανική για μπάνιο. Μόνο μακριά, στο βάθος,
φαινόταν λίγα ΄΄προβατάκια’’, αλλά ήταν πολύ μακριά.
Επειδή, όπως
είπαμε, ο ίδιος δεν ήξερε κολύμβηση, και έμπαινε ‘’μέχρι τη μέση’’, όπως πολλοί
άλλοι, σκέφτηκε ένα κόλπο, για να κολυμπάει το παιδί
του όσο μακριά θέλει, αλλά και ο ίδιος να τον ελέγχει, έστω από μακριά,
μήπως συμβεί κανένα κακό.
Πήρε λοιπόν, ένα
πολύ μακρύ σχοινί, το έδεσε στη
μέση του παιδιού του, και
του είπε.
‘’Πήγαινε παιδί μου να κολυμπήσεις όσο θέλεις και
μην φοβάσαι, άμα γίνει τίποτα, θα σε τραβήξω από το σχοινί και θα σε βγάλω έξω.»
Πράγματι λοιπόν,
το μικρό παιδί, άρχισε να κολυμπάει. Μέχρι εκείνη την
ημέρα, ήξερε μεν να κολυμπάει, αλλά από φόβο δεν πήγαινε πιο μακριά από εκεί
που ‘’πατούσε’’.
Όσο πιο πολύ
κολυμπούσε το παιδί, με την ασφάλεια του σχοινιού
γύρω από τη μέση του, τόσο πιο πολύ το χαιρόταν, και τόσο περισσότερο το
ευχαριστιόταν και ο πατέρας του, που κρατούσε το σχοινί από τα ρηχά.
Η ώρα περνούσε,
και περνούσαν όλοι θαυμάσια. Δεν πρόσεξε όμως ο πατέρας, επειδή δεν είχε και καμία σχέση με την θάλασσα,
σαν ορεινός που ήταν, ότι ένα ελαφρό αεράκι σηκώθηκε, και τα ‘’προβατάκια’’ από
μακριά άρχισαν να πλησιάζουν.
Όταν σε λίγη ώρα
συνειδητοποίησε ότι ο καιρός χάλαγε και τα κύματα μεγάλωναν και πλησίαζαν,
φοβήθηκε και άρχισε να φωνάζει στο παιδί του να βγεί έξω.
Το παιδί, ήταν
αρκετά μακριά, και δεν άκουγε τις φωνές του πατέρα
του. Συνέχιζε να παίζει με την θάλασσα, χωρίς να καταλάβει ότι πλησίαζε πλέον
κίνδυνος, γιατί δεν γνώριζε πόσο γρήγορα η θάλασσα
‘’χαλάει’’ και τα κύματα μεγαλώνουν. Άλλωστε, υπήρχε και το σχοινί.
Ο πατέρας,
συνέχιζε να φωνάζει , αλλά το παιδί του δεν τον άκουγε, ή έκανε πως δεν τον
άκουγε.
‘’Ευτυχώς’’,
σκέφτηκε ο πατέρας, ‘’τον έχω
δεμένο με το σχοινί !’’
Άρχισε λοιπόν να
τραβάει το σχοινί, για να φέρει
το παιδί του στην ακτή.
‘Ελα όμως, που τα
κύματα πλησίασαν πολύ, και το παιδί του δεν ήξερε και το καλύτερο κολύμπι του
κόσμου ?
Τραβώντας το σχοινί ο πατέρας,
έφερνε το παιδί του πιο κοντά
στην ακτή, αλλά εκείνο, μέσα στον πανικό του, άρχισε να στριφογυρίζει και να
μπερδεύεται με το σχοινί, μέχρι που εκείνο μπλέχτηκε στον λαιμό του.
Ο πατέρας, στην αγωνία του να βγάλει το παιδί του
στην ακτή, δεν το πρόσεξε, και συνέχισε να τραβάει με όλη του την δύναμη.
Με πολλή
προσπάθεια, κατάφερε να βγάλει το παιδί
του , πρίν πνιγεί από τα κύματα, όμως ήταν αργά πλέον, γιατί το παιδί πνίγηκε
από το σχοινί που είχε τυλιχτεί
στο λαιμό του.
Απαρηγόρητος ο πατέρας, άρχισε να κλαίει και να
οδύρεται, πάνω στο νεκρό κορμί του παιδιού του.
Αλήθεια, τι μας
διδάσκει ο μύθος ?
Εάν αλλάξουμε
κάποιες λέξεις, όλα γίνονται πεντακάθαρα, και τα συμπεράσματα σαφέστατα.
Βάλτε όπου ΠΑΤΕΡΑΣ το ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, όπου ΠΑΙΔΙ τον ΜΕΣΟ ΕΛΛΗΝΑ, όπου ΘΑΛΑΣΣΑ την ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, όπου ΣΧΟΙΝΙ
τα ΔΑΝΕΙΑ, και τα διδάγματα βγαίνουν μόνα τους,
ίσως ‘’κατόπιν εορτής’’ για
πολλούς….