Άνοιξε λοιπόν το μαγαζί, το ονόμασε ‘’ΚΕΜΠΑΠΤΖΙΔΙΚΟ’’, και από την
πρώτη μέρα, η δουλειά πήγαινε καλά. Σύντομα όμως, απέκτησε ανταγωνιστή, αφού,
στην απέναντι γωνιά της πλατείας, κάποιος άλλος άνοιξε άλλο αντίστοιχο μαγαζί,
που πουλούσε κοτόπουλα της σούβλας. Επειδή οι κάτοικοι
αγαπούσαν τα σουβλάκια, αλλά αγαπούσαν και το κοτόπουλο, και τα δύο μαγαζιά
πήγαιναν καλά, έλα όμως που ο ανταγωνισμός τους ήταν μεγάλος και ο καθένας ήθελε
να πάρει τους πελάτες του άλλου….
Αυτό συνεχίστηκε για πάνω από 20 χρόνια, με
αντιζηλίες, καυγάδες, τσακωμούς… Μέχρι και ξύλο έπεφτε στην πλατεία, μεταξύ των
‘’σουβλακοφάγων’’ και των ‘’κοτοπουλοφάγων’’,
σχεδόν καθημερινά. Παρ΄ όλα αυτά, τα μαγαζιά δούλευαν καλά και έβγαζαν αρκετά
λεφτά. Το θέμα όμως, ήταν πως ο καθένας, ήθελε
να κλείσει το μαγαζί του άλλου, για να έχει το μονοπώλιο.
Βλέποντας όλα αυτά, ο Δήμαρχος της πόλης,
και θεωρώντας ότι για όλα έφταιγαν τα σουβλάκια και τα κοτόπουλα, έκλεισε τα
δύο μαγαζιά, και άνοιξε στη θέση τους ένα μαγαζί σαν τα GOODYS, πού είχε από όλα, εκτός από σουβλάκια και κοτόπουλα.
Οι κάτοικοι, θέλοντας και μη, το δέχτηκαν,
και άρχισαν να αγοράζουν από εκεί. Όμως, πάντα
νοσταλγούσαν τα λαχταριστά σουβλάκια και κοτόπουλα της σούβλας που αγόραζαν
κάποτε, και έτσι, με την πρώτη ευκαιρία, έδιωξαν το Δήμαρχο, έβαλαν
άλλο στη θεση του, και επέτρεψαν να ανοίξουν ξανά τα μαγαζιά.
Το κοτοπουλάδικο,
άνοιξε όπως πρίν, με τα λαχταριστά ζεστά κοτόπουλα στη σούβλα. Ο μπάρμπα Γιώργος, όμως, που είχε το κεμπαπτζίδικο, είχε πεθάνει στο μεταξύ, και έτσι το μαγαζί το
άνοιξε ο γιός του, ο κυρ-Ανδρέας…
Στην αρχή, το κοτοπουλάδικο είχε πολλή
δουλειά , ενώ το κεμπαπτζίδικο, που είχε μετονομαστεί σε ‘’ΣΟΥΒΛΑΤΖΙΔΙΚΟ’’, είχε πολύ
λίγους πελάτες. Ο κυρ-Ανδρέας, όμως,
ήταν ξύπνιος μαγαζάτορας, και μαζί με τα
σουβλάκια, άρχισε να κάνει και μπιφτέκια, και έδινε
και αναψυκτικό δώρο…
Τα αναψυκτικά ήταν λίγα εκείνη την εποχή,
τα δε μπιφτέκια πεντανόστιμα, και για αυτό το λόγο, ο κυρ-Ανδρέας πήρε όλη την πελατεία της πόλης. Στο κοτοπουλάδικο, έμειναν μόνον όσοι προτιμούσαν αποκλειστικά
κοτόπουλα στη σούβλα.
Πέρασαν έτσι, καμιά εικοσαριά χρόνια, με
τον ανταγωνισμό των δύο μαγαζιών να μην μειώνεται καθόλου. Μάλιστα, το κοτοπουλάδικο άρχισε να κάνει και σουβλάκια από κοτόπουλο, και
μπιφτέκια από κοτόπουλο, και έτσι κάποιες φορές, κατάφερε να βγεί ‘’πρώτο μαγαζί’’ στην πλατεία. Υπήρχαν βέβαια και άλλα μαγαζιά
στην πλατεία, το πατσατζίδικο του κυρ-Ιωσήφ
και κάποιο που πουλούσε ξηρούς καρπούς ( καρύδια, στραγάλια, φουντούκια κτλ ) τα οποία όμως ήταν ανάξια λόγου, αφού είχαν
μικρή αλλά σταθερή πελατεία, δεν μπορούσαν όμως να ανταγωνισθούν τα δυό μεγάλα.
Ο ανταγωνισμός του σουβλατζίδικου
με το κοτοπουλάδικο όμως, δημιούργησε πολλά έξοδα
στους ιδιοκτήτες τους, με αποτέλεσμα, πρώτος ο κυρ-Ανδρέας
, για να διατηρήσει τα κέρδη του, να ρίξει την ποιότητα. Για να διατηρήσει την
πελατεία του, άρχισε να προσφέρει και
δωρεάν μπύρα στο μαγαζί, αλλά σε αντιστάθμισμα η ποιότητα των
κρεάτων του υποβαθμίστηκε, αφού αγόραζε ό τι πιο φτηνο υπήρχε στην αγορά ( ληγμένα ή και
σάπια κρέατα, κιμάδες αγνώστου προελεύσεως και συστάσεως κτλ ).
Έτσι, κατάφερε να διατηρήσει την πελατεία του.
Το κοτοπουλάδικο
από την άλλη μεριά, επειδη έμαθε για τις μπαγαποντιές του κυρ-Ανδρέα, άρχισε να κάνει τα ίδια, αφού τα
κοτόπουλα που αγόραζε ήταν γεμάτα ορμόνες και άλλα ανθυγιεινά. Βέβαια, δεν
μπορούσε να μοιράζει μπύρες δωρεάν, γιατί θα έκλεινε…
Συγχρόνως, επειδή και οι δύο ήξεραν τις
μπαγαποντιές και νοθείες του άλλου, έκαναν συνεχώς μηνύσεις μεταξύ τους, αλλά
ούτε η Αστυνομία επενέβαινε, αφού ο Δήμαρχος ήταν μονιμα άρρωστος, ούτε οι
πελάτες επηρεαζόταν καθόλου, αφού νόμιζαν ότι απλώς ο ένας κατηγορούσε τον
άλλο, συνηθισμένο φαινόμενο στους ανθρώπους.
Κάποια στιγμή, ο κυρ- Ανδρέας, ακολουθώντας τη μοίρα των κοινών θνητών,
‘’απεδήμησε εις Κύριον’’. Από τα παιδιά του, το ένα μόνο ασχολιόταν με την
οικογενειακή επιχείρηση, ο μικρός Γιωργάκης,
αλλά, όπως λέει και το όνομα, ήταν ακόμα μικρός για να αναλάβει την διαχείριση
του μαγαζιού. Έτσι λοιπόν, μέχρι να ενηλικιωθεί ο Γιωργάκης,
και με την σύμφωνη γνώμη της μαμάς του, την διαχείριση του μαγαζιού ανέλαβε ο
μέχρι τότε ταμίας του, ο κύριος Κώστας,
που είχε σπουδάσει κιόλας στο εξωτερικό.
Ο κύριος
Κώστας λοιπόν, θεώρησε ότι έπρεπε να επεκτείνει το μαγαζί, και έβγαλε
τραπεζάκια στην πλατεία. Δεν υπήρχε κανείς να τον εμποδίσει, αφού από την άλλη
μεριά και το κοτοπουλάδικο, δειλά – δειλά, έκανε το ίδιο.
Οι δουλειές αυξήθηκαν και το ‘’ΣΟΥΒΛΑΤΖΙΔΙΚΟ’’ έγινε ‘’πόλος
έλξεως’’ των τουριστών, που άρχισαν να έρχονται στην πόλη.
Εν τω μεταξύ, ο μικρός Γιωργάκης, που δούλευε στο μαγαζί για να μάθει τη
δουλειά, ενηλικιώθηκε, και πήρε την κληρονομιά του παππού και του πατέρα του.
Ανέλαβε το μαγαζί.
Εκείνο τον καιρό, πριν από 5-6 χρόνια, τα
έξοδα είχαν αυξηθεί πολύ, αφού το ‘’ΣΟΥΒΛΑΤΖΙΔΙΚΟ’’ έχε μεταβληθεί σε ταβέρνα
πολυτελείας, με ασημένια μαχαιροπήρουνα,
κρυστάλλινα σερβίτσια κτλ. Κάθε πελάτης, φεύγοντας, φρόντιζε να πάρει
και κάποιο ‘’αναμνηστικό’’, για να θυμάται το
‘’πέρασμά’’ του. Αυτό είχε γίνει πλέον παράδοση στο ‘’ΣΟΥΒΛΑΤΖΙΔΙΚΟ’’ του κυρ-Ανδρέα στην αρχή, του κυρίου
Κώστα στη συνέχεια και τώρα του μικρού
Γιωργάκη.
Έφτασε λοιπόν η εποχή, που το μαγαζί είχε
περισσότερα έξοδα από έσοδα, με την πολυτέλεια και τους πολλούς υπαλλήλους του.
Ο μικρός Γιωργάκης λοιπόν, για να
συνεχίσει την οικογενειακή επιχείρηση, ζήτησε δανεικά από τον τοκογλύφο Σά’υ’λοκ που είχε δική του
τη μισή πόλη. Το μαγαζί δεν έκλεισε, αλλά σε λίγο καιρό, ο Σά’υ’λοκ άρχισε να ζητάει τους τόκους από τα δανεικά.
Ο μικρός
Γιωργάκης, άμυαλος καθώς ήταν, με τα δανεικά προσπάθησε να ξαναδώσει στο
μαγαζί την αίγλη του, αλλά, ο κόσμος είχε ήδη μάθει για τα σάπια κρέατα που τον
τά’ι’ζε, και άρχισε να αγοράζει από άλλα μαγαζιά. Έτσι, το μόνο που έμενε στον μικρο Γιωργάκη, ήταν ένα πρω’ί’ με τη
δροσούλα να πάρει το πλοίο για την Βραζιλία, αφού εάν έμενε στην πόλη θα τον
έκλειναν φυλακή…
Το μαγαζί άλλαξε εντελώς πλέον και κόντεψε
να κλείσει. Τα ασημένια μαχαιροπήρουνα τα μοιράστηκαν μεταξύ τους οι υπάλληλοι,
και ο ψητάς του ο χοντρο-Βαγγέλης ανέλαβε
να συνεχίσει τη δουλειά. Ξανάγινε το μικρό μαγαζάκι, πιο μικρό από εκείνο που
είχε ανοίξει ο συγχωρεμένος κυρ-Ανδρέας.
Όσο για τους υπαλλήλους του, οι περισσότεροι βρήκαν αμέσως δουλειά σε άλλα
μαγαζιά της πλατείας που είχαν ανοίξει λόγω της τουριστικής ανάπτυξης. Κανα-δυό
μάλιστα, άνοιξαν και δικό τους μαγαζί.
Όταν ο μικρός
Γιωργάκης, διαπίστωσε ότι δεν κινδύνευε να μπεί στη φυλακή για τα χρέη
του, γύρισε στην πόλη. Επειδή κάποια δουλειά έπρεπε να κάνει, και η μόνη που
ήξερε ήταν του σουβλατζή, θέλησε να ξαναπάρει το ‘’ΣΟΥΒΛΑΤΖΙΔΙΚΟ’’. Ο χοντρο-Βαγγέλης
όμως, τον έδιωξε με τις κλωτσιές, αφού δικό του ήταν πιά το μαγαζί.
Ο μικρός
Γιωργάκης έψαξε και βρήκε μερικούς παλιούς υπαλλήλους του, άνεργους
πλέον, και δίπλα από το παλιό ‘’ΣΟΥΒΛΑΤΖΙΔΙΚΟ’’ άνοιξε δικό
του μαγαζί, με σουβλάκια πάλι, με τους ίδιους προμηθευτές που είχε στο παρελθόν
και του πουλούσαν τα σάπια κρέατα, με νέο όνομα ‘’SOUVLAKERI’’.
Κόσμος, φώτα, μπαλόνια, μουσικές στα εγκαίνια,
χαμός. ΄Ηρθαν όλοι οι παλιοί του φίλοι, που είχαν γεμίσει το σπίτι τους με ασημένια μαχαιροπήρουνα. Ήρθαν και λίγοι
καινούριοι στην πόλη, που δεν ήξεραν την ιστορία του ‘’ΣΟΥΒΛΑΤΖΙΔΙΚΟΥ’’, και πανηγύρισαν για το νέο
μαγαζί. Όλα αυτά, έγιναν προχτές….
Έτσι, η πλατεία μας, γέμισε φαγάδικα. Το
ένα σουβλατζίδικο, έγιναν 3-4. Το ένα κοτοπουλάδικο,
έγιναν 2-3. Κάποιοι υπάλληλοι από το πατσατζίδικο
του κυρ-Ιωσήφ, άνοιξαν και αυτοί 2-3 ‘’σουπάδικα’’. Σε κάθε γωνιά, άνοιξε και ένα περίπτερο με ληγμένα
φαγώσιμα που βρήκαν από προσφορές. Όλα άλλαξαν… Μόνο το πατσατζίδικο του
αειθαλούς κυρ-Ιωσήφ μένει όπως ήταν από
την πρώτη μέρα.
Εμείς, πάντα ευγενικοί, θα ευχηθούμε στην
‘’SOUVLAKERI’’ του μικρού Γιωργάκη που ποτέ δεν μεγαλώνει, ‘’ΚΑΛΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ’’,
άσχετα εάν δεν περάσουμε ούτε από έξω από το μαγαζί του. Να έχει στο μυαλό του
όμως, πως αφ ενός ο
κόσμος έμαθε για τα σάπια κρέατα, αφ ετέρου δε, ο Σά’υ’λωκ δεν τον ξέχασε, και τον περιμένει στη γωνία…..
Εάν προσπαθούσα να εξηγήσω και αναλύσω την
αλληγορία, θα υποτιμούσα την νοημοσύνη σας.