Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020
Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020
Σάλτσα ντομάτα: Όχι ακόμα μια συνταγή, αλλά…. Η ΣΥΝΤΑΓΗ!
Εδώ και καμμιά 20ριά χρόνια, όταν είδα πώς μεταφέρουν, καθαρίζουν και επεξεργάζονται τα
ντοματάκια για τη σάλτσα, αποφάσισα να την φτιάχνω μόνος μου, για να είμαι σίγουρος. Έτσι μετά από
αναγνώσεις, συμβουλές κτλ, κατέληξα σε ένα συγκεκριμένο τρόπο, που εμένα
τουλάχιστον μου φαίνεται πιο εύκολος και πρακτικός.
Κάθε χρόνο, έφτιαχνα 70 – 80 κιλά
ντοματάκια «ρόμα» περίπου, για τις ανάγκες όλης της χρονιάς. Και αυτό γινόταν
τέλος Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου. Καθόμουν ένα ΟΛΟΚΛΗΡΟ
Σαββατοκύριακο, από πολύ πρωϊ το Σάββατο μέχρι αργά το απόγευμα της Κυριακής, και
μετά δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου….
Από πέρσυ, άλλαξα τακτική, και κάνω 20 κιλά ντοματάκια σε ένα Σαββατοκύριακο,
για 3- 4 συνεχόμενα Σαββατοκύριακα, οπότε είναι ξεκούραστα
Φέτος, έκανα 80 κιλά, για τις δικές μου
ανάγκες, αλλά και των παιδιών μου.
Επειδή κυκλοφορούν πολλές «συνταγές», που όλες θεωρώ πως είναι
πετυχημένες, για την εξυπηρέτησή σας έχω παρακάτω την δική μου «συνταγή», η οποία εγγυάται 100% επιτυχία. Ο καιρός είναι κατάλληλος ακόμα,
ντοματάκια «ρόμα» υπάρχουν σε τιμή 40 – 50 λεπτά το κιλό. Και για να σας
«κεντρίσω» το ενδιαφέρον, σας λέω πως είναι ΕΤΟΙΜΗ σάλτσα για ΚΑΘΕ ΧΡΗΣΗ!
Εάν κάποιος ενδιαφέρεται να ακολουθήσει την
«σαλτσοποίηση» όπως την κάνω εγώ, σας
γράφω την διαδικασία, όπως ακριβώς γίνεται.
ΣΑΛΤΣΑ ΝΤΟΜΑΤΑ.
Η συνταγή αφορά μία «δόση» 10 κιλών ντομάτας.
Α. Πλένουμε όλες τις ντομάτες με άφθονο νερό.
Β. Τις κόβουμε με κοφτερό μαχαίρι στα
΄τεσσερα, για να αφαιρέσουμε το κοτσάνι και να ελέγξουμε μήπως στο εσωτερικό
είναι χαλασμένη. Υπόψη πως σε αρκετές περιπτώσεις, ενώ από έξω φαίνεται τέλεια, από μέσα είναι σε
κάποιο μέρος χαλασμένη.
Γ. Τις ντομάτες, χωρίς να αφαιρέσουμε φλουδα
και σπόρους, τις περνάμε στο μίξερ. Ένα οικογενειακό μίξερ, είναι απολύτως
κατάλληλο.
Δ. Όλες τις ντομάτες που πολτοποιήσαμε, μετά
το μίξερ, τις βάζουμε σε μία μεγάλη κατσαρόλα , προσθέτουμε δύο κουταλιές της
σούπας ΧΟΝΤΡΟ ΑΛΑΤΙ
και μία κουταλιά της σούπσς τριμμένο ΜΑΥΡΟ ΠΙΠΕΡΙ
και τις βράζουμε για 1 – 1,5 ώρα, μέχρι να ελαττωθεί ο όγκος τους κατά το 1/6 περίπου. Έτσι έχουν φύγει
τα νερά και ο πολτός έχει συμπυκνωθεί.
Ε. Χωρίς να βγάλουμε την κατσαρόλα από την
φωτιά, την ελαττώνουμε σε κλίμακα 10% από το μάξιμουμ ( σχετικό είναι αυτό ) και με μία κουτάλα της
σούπας, αρχίζουμε να γεμίζουμε τα βαζάκια, μέχρι
επάνω, ξέχειλα. Βάζουμε το καπάκι, σιγουρευόμαστε πως έκλεισε καλά,
και την αφήνουμε στην άκρη, με το καπάκι προς τα κάτω. ΠΡΟΣΟΧΗ, κατά το γέμισμα,
το βαζάκι πρέπει οπωσδήποτε να
ξεχειλίσει ελαφρά, ώστε να μην υπάρξει αέρας
κατά το κλείσιμο. Πολλοί χρησιμοποιούν βρασμένα και ζεστά βαζάκια. Είναι ένας
άλλος τρόπος που δεν χρησιμοποιώ, γιατί άντε να βράσεις 20 βαζάκια…. Το
αποτέλεσμα είναι το ίδιο!
ΣΤ. Αφού γεμίσουμε και «κωλογυρίσουμε» όλα τα βαζάκια, τα αφήνουμε 4
– 5 ώρες ή και περισσότερο, για να κρυώσουν.
Ζ. Αφού κρυώσουν τα βαζάκια, τα πλένουμε για
να φύγουν τα υπολείματα ντομάτας, και τα αποθηκεύουμε σε χώρο σκιερό, όπως μια
ντουλάπα στο μπαλκόνι. Πρίν από την αποθήκευση, τα ελέγχουμε, πατώντας το
καπάκι από πάνω, εάν έχουν κλείσει αεροστεγώς. Εάν κάποια από αυτά δεν έχουν
κλείσει αεροστεγώς, τα βάζουμε στο ψυγείο για προτεραιότητα χρησιμοποιήσεως.
Με αυτό τον τρόπο, η σάλτσα μας,
διατηρείται αναλοίωτη, χωρίς συντηρητικά, για πάνω από ένα χρόνο.
Εγώ μεταχειρίζομαι το οικογενειακό μίξερ, μία μεγάλη κατσαρόλα για 10 κιλά πολτό, ένα φλόγιστρο με αέριο και βαζάκια μικρά ( π.χ. μαρμελάδας) για μια δόση μαγειρέματος το
καθένα. Από 10 κιλά ντομάτα «ρόμα», βγαίνουν 20 - 23 βαζάκια καθαρή σάλτσα, χωρίς
συντηρητικά και κατάλληλη για όλες τις χρήσεις.
Παλιότερα, προσέθετα πρίν το βράσιμο, στον
πολτό 2 κιλά κρεμύδια και 1 κιλό πιπεριές φλωρίνης ανα 10 κιλά ντοματας. Υπήρχε
διαφορά προς το καλύτερο, αλλά όχι και τόσο αισθητή.
Εάν αποφασίσετε να δοκιμάσετε, σας εύχομαι ΚΑΛΗ
ΕΠΙΤΥΧΙΑ!
Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020
ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑ….
ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ
ΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑ….
Ανδρέας Μελεζιάδης
Προχτές
διάβασα σε κάποιο site για τα μακαρόνια, τον διαβήτη 2 και άλλα τινά….
Έγραψα κάτι σχόλια, που δημιούργησαν…. αντισχόλια! Για να βάλουμε τα πράγματα
στη θέση τους, και για να μην υπάρχει η παραμικρή αμφισβήτηση, σας αναφέρω
παρακάτω τέσσερεις χαρακτηριστικές προσωπικές ιστορίες – εμπειρίες,
ώστε να διεκδικώ με αξιώσεις τοντίτλο του «μακαρονοφάγου»
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΠΡΩΤΗ.
Το 1969, ήμουν
υποψήφιος για τη ΣΣΕ, και
όπως όλοι, κατέβηκα στην Αθήνα για να δώσω εξετάσεις. Χωρίς καμία Αθηναϊκή
εμπειρία ακόμα, βρήκα ένα ξενοδοχείο ( χάνι
καλύτερα) στην οδό ΞΟΥΘΟΥ,
κοντά στην Ομόνοια. Στο ίδιο ξενοδοχείο, έμεναν και αρκετοί ακόμα υποψήφιοι.
Ήταν κάτι σαν «κοινόβιο».
Μετά
τις καθημερινές εξετάσεις ( κράτησαν περίπου 10
μέρες…) όλοι επιστρέφαμε από την ΣΣΕ, και κάποιοι από εμάς πηγαίναμε για φαγητό
στο εστιατόριο «ΤΑΫΓΕΤΟΣ». Κοντά στην Ομόνοια, οι περισσότεροι θα το ξέρουν.
Ένα
μεσημέρι, μαζευτήκαμε 6-7 άτομα εκεί. Ήρθε ο σερβιτόρος, και παραγείλαμε. Εγώ
του είπα να μου φέρει μια διπλή μακαρονάδα
σε βαθύ πιάτο, με σάλτσα από κοκκινιστό. Ένας φίλος, μου λέει: «Καλά, θα μπορέσεις να την φάς;» Του απάντησα πως «όχι μια διπλή, αλλά τρείς
διπλές μακαρονάδες μπορώ να φάω». Λόγο στο λόγο, κουβέντα
στην κουβέντα, φτάσαμε να βάλουμε στοίχημα.
Εάν
έτρωγα τρείς διπλές μακαρονάδες, θα μου πλήρωναν τον λογαριασμό. Εάν δεν τα
κατάφερνα, θα πλήρωνα τον λογαριασμό όλων! Έτσι και έγινε.
Έρχεται η πρώτη, πάει…. Έρχεται η δεύτερη, πάει…. Έρχεται και η τρίτη,
πάει και αυτή, χωρίς δυσκολία. Τότε, τους λέω: «Παιδιά, εντάξει; Το
κέρδισα το στοίχημα;» Το είχα κερδίσει. Και φωνάζω τον σερβιτόρο, και του παραγγέλνω ακόμα
μία μακαρονάδα, απλή αυτή τη φορά, την οποία και απόλαυσα χωρίς άγχος….
Ήμουν 19 χρονών, και 69 κιλά.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΔΕΥΤΕΡΗ.
Στη
Σχολή Ευελπίδων, το 1969 πάλι,
ήμουν πρωτοετής. Το μεσημέρι, πηγαίναμε στα εστιατόρια για φαγητό. Σε τραπέζια
των 8 ατόμων, καθόμασταν 2 Ευέλπιδες
από κάθε τάξη.
Ερχόταν
το φαγητό σε δίσκους, πιατέλες ή
γαβάθες, και ο καθένας έβαζε στο πιάτο του μία μερίδα. Των πρωτοετών, ήταν «ενισχυμένη», ενώ οι
άλλοι έβαζαν όσο ήθελαν. Ήταν απολύτως συνηθισμένο το φαινόμενο, όταν ο
πρωτοετής «άδειαζε» το πιάτο του, ο τεταρτοετής τραπεζάρχης έδινε εντολή να ξαναγεμίσουν οι πρωτοετείς τα πιάτα τους ( υπήρχε πάντα σχεδόν περίσσευμα ).
Την
2η ή 3η ημέρα μετά την είσοδό μας, το γεύμα ήταν μακαρονάδα
κτλ κτλ. Σεμνά – σεμνα, έβαλα στο πιάτο μου μια
κανονική μερίδα. Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι. Στραβά – στραβά, κοίταζα την
γαβάθα, για να δώ εάν υπήρχε περίσσευμα. Υπήρχε πολύ, σχεδόν η μισή γαβάθα.
Αφού «εξαφάνισα»
αυτό που έβαλα, ο τραπεζάρχης διέταξε: «Βάλε
και άλλο!» Άλλο που δεν ήθελα! Ξαναγέμισα το πιάτο, ΠΑΕΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟ! Ρώτησα
τον τραπεζάρχη: «Να βάλω και
άλλο;» Και έβαλα και άλλο…. Από τότε, κανείς δεν με πίεσε να
βάλω επιπλέον φαγητό στο πιάτο μου! Ήμουν πάλι
69 κιλά!
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΡΙΤΗ.
Το 1973,
ανθυπολοχαγός πλέον, νοίκιασα μια γκαρσονιέρα στη Λομβάρδου
( παράλληλη στην Λ. Αλεξάνδρας, κάθετη στην
Μουστοξύδη ) αφού επρόκειτο να μείνω δυό χρόνια στην
Αθήνα, εκπαιδευόμενος και εκπαιδευτής εν συνεχεία στο ΚΕΔΒ ( Χαϊδάρι). Το
μεσημέρι, κατά τις 3 η ώρα, επέστρεφα στο σπίτι. Ήταν αρκετά συχνό φαινόμενο,
όταν γύριζα, να έφτιαχνα ένα πακέτο
μακαρόνια σε μία κατσαρόλα, να έκανα και την σχετική σάλτσα σε ένα κατσαρολάκι,
μετά να αδειάζω το κατσαρολάκι στην κατσαρόλα, και η κατσαρόλα, ως δια μαγέιας,
αδειαζε! Δεν είχα καμιά όρεξη να πλένω πιάτα. Τι θα τρώγαμε το
βράδυ; Αυτό είναι άλλο θεμα…. Ήμουν 24
χρονών και 75 κιλά….
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΕΤΑΡΤΗ.
Τον
Αύγουστο
του 2008, με ένα φιλικό ζευγάρι ( τον Γιώργο και την Τούλα) πήγαμε διακοπές στη Λήμνο. Εν συντομία, περάσαμε υπέροχα!
Όποιος
πάει στη Λήμνο, μας είπαν, πρέπει οπωσδήποτε να δοκιμάσει την αστακομακαρονάδα!
Έ, εφόσον «πρέπει», το τολμήσαμε! Μας είπαν ένα μέρος στο
βόρειο τμήμα του νησιού, και ένα μαγαζί που ήταν φημισμένο. Πήγαμε λοιπόν, και
παραγγείλαμε. Σε λίγη ώρα, μας έρχονται δυό πιατέλες. Η μία με αστακούς,
και η δεύτερη με την μακαρονάδα των αστακών ( περίπου
8 πιάτα).
Μόλις
τα είδα, πανηγύρισα! Η γυναίκα μου, δεν κάνει «αμάν» για μακαρόνια. Η Τούλα τρώει κανονικά, και ο Γιώργος τρώει σαν σπουργίτι! Οπότε, θα
περίσσευε αρκετή για εμένα! Βάζω στον Γιώργο
κανονική μερίδα, μου λέει: «Και άλλο βάλε!» Βάζω
στην Τούλα, κανονικά. Βάζω και στην γυναίκα μου,
κανονική μερίδα και αυτή. Άρχισα να ανησυχώ!
Αφού «εξαφάνισα»
την δική μου ενισχυμένη μερίδα, μόλις
πρόλαβα να βάλω ακόμα λίγα. Είχαν τελειώσει, και έμεινα με την
λαχτάρα! Όσο για τον αστακό, τον
παραχώρησα στους υπόλοιπους, γιατί δεν κάνω και «αμάν»! Ηταν μια υπέροχη
αστακομακαρονάδα, ήμουν 59 χρονών και…. 106
κιλά!
Όλα
αυτά, σας τα γράφω για να διαπιστώσετε τις «σχέσεις
στοργής» που έχω με την μακαρονάδα. Για αυτό, ας μην μου λένε πώς γίνεται
καλή, πώς πρέπει να τρώγεται και άλλα διηγήματα. Εάν θέλουν, μπορώ να τους κάνω
σεμινάριο!
Παρασκευή 29 Μαΐου 2020
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ: ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ, ΝΑΙ… ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΣΟΒΑΡΟΥΣ «ΠΑΙΚΤΕΣ»
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ:
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ, ΝΑΙ… ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΣΟΒΑΡΟΥΣ «ΠΑΙΚΤΕΣ»
Ανδρέας
Μελεζιάδης
Πολλοί θα
γνωρίζουν, πως τον καιρό της «Χρηματιστηριακής Άνοιξης» υπο τας ευλογίας και προτροπάς
των αλήστου μνήμης Σημίτη και Παπαντωνίου,
είχα ασχοληθεί και εγώ «ημιεπαγγελματικά» με το νέο σπόρ των
νεοελλήνων. Θυμάστε φαντάζομαι, ήταν εκεινος ο καιρός που όλοι κυκλοφορούσαν με μία εφημερίδα χρώματος «σωμόν» υπο μάλλης,
ήταν εκείνος ο καιρός που ΟΛΕΣ οι μετοχές κέρδιζαν 8% κάθε μέρα,
ήταν εκείνος ο καιρός που πέτρες αγόραζες και χρυσάφι γινόταν.
Παληές, αμαρτωλές ιστορίες…. Μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου εκείνου του έτους, που «έσκασε η μπόμπα», και το σκάσιμό της ήταν…
μακράς διαρκείας, για ένα 8μηνο περίπου. Τότε, που «χτύπησαν» το χρυσάφι
στην Λυδία Λίθο και διαπίστωσαν πως είχε ξαναγίνει πέτρα. Και μακάρι να ήταν
μόνο «πέτρα», γιατί είχε καταντήσει «χαλικάκι»!
Από εκείνο τον καιρό,
που όπως είναι φυσικό τα παράτησα και άλλαξα ασχολίες, όπως και να το κάνουμε,
το «μικρόβιο»
μου έμεινε λιγάκι. Όχι φυσικά σε ενεργό ρόλο, αφού λεφτά δεν υπήρχαν, αλλά απλά
και μόνο για παρακολούθηση και συμπεράσματα. Από τότε, πέρασαν αρκετά χρόνια,
αλλά οι «πληγές» έμειναν νωπές για πάρα πολλούς, για τους οποίους ο τότε
πρωθυπουργός μας είχε πεί: «Ας
πρόσεχαν!...»
Θα σας διηγηθώ
λοιπόν, μια πολύ πρόσφατη ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ
ιστορία, των τελευταίων 4 μηνών.
Υπάρχει ,
εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, μια πολύ σοβαρή εταιρεία, για την οποία όλες οι προβλέψεις των
διεθνών και εγχωρίων οικονομικων κύκλων ήταν θετικές. Και μάλιστα, είχαν βάλει
και «τιμή –
στόχο» τα 9,5
ευρώ για το τρέχον έτος. Περι
τα τέλη Φεβρουαρίου, πρό κορονοϊού, η μετοχή της έφτασε τα 9 ευρώ. Με την εκδήλωση της «πανδημίας», όπως
όλοι οι τομείς, επηρεάστηκε πολύ άσχημα και το χρηματιστήριο. Διαρκής πτώση, με μεγάλες απώλειες.
Η συγκεκριμένη
μετοχή, το 2ο
δεκαήμερο Μαρτίου, έφτασε να πέφτει στα 3,5 ευρώ περίπου. Οι διεθνείς οίκοι, επανεκτίμησαν την «τιμή – στόχο» της σε 5,5 ευρώ για το 2020. Σε αυτό το χαμηλό επίπεδο τιμής, άρχισαν να γίνονται
πολλές αγορές, ασυγκρίτως περισσότερες από τις προηγούμενες μέρες. Κάποια
στιγμή, το χρηματιστήριο κάπως ισορρόπησε, και όλα πήγαιναν λίγο πάνω – λίγο
κάτω. Η συγκεκριμένη όμως μετοχή, άρχισε μια μικρή σταθερή ανοδική πορεία,
με αποτέλεσμα στο τέλος Απριλίου
να φτάσει τα
6 ευρώ! Πάνω από την «τιμή – στόχο»! Τότε, χωρίς να έχει
μεσολαβήσει κανένα σημαντικό γεγονός, άρχισαν αθρόες πωλήσεις, με αποτέλεσμα σε 6-7 μέρες η μετοχή να επανέλθει στα 4 περίπου
ευρώ, και από τότε μέχρι και σήμερα, να ακολουθεί μια σταθερή πορεία
ελαφρώς ανοδική, σε αυτό το επίπεδο, μέχρι
τα 4.6 ευρώ.
Ωραία όλα αυτά,
θα μου πείτε, αλλά γιατί τα γράφω; Τα γράφω, για να εξηγήσω πως τα «παιχνίδια» στο
χρηματιστήριο, ποτέ δεν σταμάτησαν, ούτε
και θα σταματήσουν!
Εκείνο το
απερίγραπτο «μπάμ
– μπούμ, πάτ – κιούτ» του παρελθόντος, εληξε! Οι τρεϊντερς δεν έχουν πλέον δουλειά! Το +8% κάθε μέρα, πέθανε. Όμως, οι
βραχυπρόθεσμες αγοραπωλησίες, ποτέ δεν πεθαίνουν. Και λέμε «βραχυπρόθεσμες», εννοώντας για 1 – 3
μήνες περίπου. Στην παραπάνω περίπτωση, κάποιοι, σωστά σκεπτόμενοι, αγόρασαν την μετοχή στα 3,5 – 3,9
ευρώ τον Μάρτιο, και την πούλησαν στα 5,8 – 6 ευρώ
τον Μάϊο. Κέρδος, 2 – 2,3 ευρώ ανα μετοχή!
Δηλαδή, αν βγάλουμε και τους φόρους, 30% περίπου καθαρό κέρδος, σε 1,5 μήνα!
Καθόλου άσχημα…. Και άσε τις Τράπεζες να διαφημίζουν επιτόκιο κάτω της μονάδος
στις καταθέσεις, για να προσελκύσουν καταθέτες…
Φυσικά, μεγάλο
ποσοστό από αυτούς που αγόρασαν τον Μάρτιο στα 3,6
ευρώ περίπου,
το έκαναν για να «ενισχύσουν την θέση τους» με
σκοπό να τις κρατήσουν για πολύ καιρό. Αυτοί είναι οι «μακροχρόνιοι επενδυτές» που αποτελούν και την υγιή μορφή του
χρηματιστηρίου, και που αποσκοπούν στο αξιόλογο ετήσιο μέρισμα που δίνουν οι
εταιρείες.
Όλα αυτά, τα
έγραψα συνοπτικά, αποφεύγοντας τις οικονομικές ορολογίες, για να είναι
αντιληπτά από όλους. Οι έχοντες πολλές οικονομικές γνώσεις, ας με συγχωρήσουν. Άλλωστε, όσοι κυκλοφορούσαν κάποτε με τις σωμόν
εφημερίδες, δεν είχαν συνήθως ιδέα από οικονομικά.
Και προσέξτε, με όλα αυτά, δεν σας
προτρέπω να πάτε να κάνετε αυτή τη δουλειά. Γιατί, κατά 80% θα είστε χαμένοι!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)