Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΛΟΥΚΑΣ
Σήμερα θα σας πώ για τον φίλο μου τον Λουκά.
Μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά, αλλά εκείνος είναι λίγα χρόνια μεγαλύτερος. Παιδί από φτωχή οικογένεια, γεννήθηκε αμέσως μετά την Κατοχή, τότε που κανείς μας δεν είχε χρήματα όχι να του περισσεύουν , αλλά ούτε για να ζήσει καλά – καλά. Τότε που το πρωινό ήταν μια φέτα ψωμί, κατά προτίμηση χτεσινό, που η καλή μαμά το έβρεχε, έριχνε επάνω ζάχαρη και κανέλα, και όλα ήταν μια χαρά. Βέβαια, για ποικιλία πολλές φορές, αντί για ζάχαρη και κανέλλα υπήρχε λάδι και ρίγανη, ή πελτές ντομάτα.
Ο φίλος μου ο Λουκάς, ήταν έξυπνο παιδί και τα έπαιρνε τα γράμματα. Όμως, λόγω των καταστάσεων και της γενικής αφραγκίας, το μόνο που έκανε ήταν να βγάλει τρείς τάξεις στο Γυμνάσιο, και μετά να στρωθεί στη δουλειά.
Δούλευε σαν είλωτας για αρκετά χρόνια, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά και πάντα σκεφτόταν για το ‘’κάτι παραπάνω’’ που όλοι θέλουμε. Στο σπίτι έμενε με ενοίκιο, αυτοκίνητο δεν είχε, και για διασκέδαση είχε ένα ραδιόφωνο ‘’GRUNDING’’, ξέρετε τώρα, εκείνο με το πράσινο μάτι. Με αιματηρές οικονομίες κατάφερε και αγόρασε ένα μηχανάκι ‘’ZUNDAPP’’ για να πηγαίνει στη δουλειά. Μία φορά την εβδομάδα πήγαινε στον συνοικιακό κινηματογράφο, για να απολαύσει τα αριστουργήματα της παγκοσμίου παραγωγής και να ονειρευτεί. Και έτσι ο καιρός περνούσε.
Κάποια στιγμή, ένας φίλος του, του είπε ότι μπορεί να καλυτερεύσει την ζωή του, παίρνοντας ένα δάνειο από την Τράπεζα, και να το ξεπληρώνει λίγο – λίγο. Το σκέφτηκε από τη μια, το σκέφτηκε από την άλλη, και έκανε το ‘’μεγάλο βήμα’’. Άνοιξε ένα μαγαζάκι στην γειτονιά. Σίγουρα, βελτίωσε την ζωή του, και μπορούσε στην αρχή να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του. Είπαμε, ήταν δουλευταράς.
Τα χρόνια όμως περνούσανε, και βγήκαν καινούρια δελεαστικά πράγματα. Δάνεια για διάφορους λόγους, πιστωτικές κάρτες κτλ κτλ. Ένας καινούριος φίλος του, διαβασμένος, με πτυχίο Πανεπιστημίου, Ανδρέας αν θυμάμαι καλά, (όχι εγώ ) στον οποίο είχε εμπιστοσύνη, τον παρότρυνε να επεκτείνει το μαγαζάκι του, παίρνοντας δάνειο, για να εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά του. Τον πίστεψε ο Λουκάς, παίρνει ένα δάνειο για τη δουλειά, του καλάρεσε, παίρνει άλλο δάνειο για να αγοράσει σπίτι, άντε ακόμη ένα για αυτοκίνητο, και για να μην τα πολυλογούμε, ο Λουκάς άρχισε να κτίζει πύργο χωρίς θεμέλια και ‘’μεγάλωσε’’ δυσανάλογα με τις δυνατότητές του.
Τα χρήματα που έβγαζε, άρχισαν να μην φτάνουν. Ο Λουκάς έπρεπε πλέον να πληρώνει οικιακή βοηθό, μάγειρα, παιδαγωγό για τα παιδιά, σωφέρ, κηπουρό, υπαλλήλους και άρχισε να ‘’ χάνει την μπάλλα ’’. Πάει λοιπόν στον φίλο του τον Ανδρέα (όχι εμένα ) και του ζητάει την συμβουλή και βοήθειά του. Εκείνος , με πλατύ χαμόγελο, του λέει «Μην στεναχωριέσαι φίλε μου Λουκά, εγώ είμαι εδώ για σένα. Θα σε βοηθήσω να πάρεις ένα μεγαλύτερο δάνειο, για να μπορείς να κινηθείς και να ζείς όπως έμαθες πλέον να ζείς αξιοπρεπώς, και μην φοβάσαι τίποτα».
Ο Λουκάς, που είχε καλομάθει πλέον, ακολούθησε την συμβουλή και πήρε και άλλο δάνειο, μεγαλύτερο τώρα. Αμέσως, όλα έστρωσαν. Με το καινούριο δάνειο, μπορούσε να ζεί και να πληρώνει και τους τόκους των προηγουμένων δανείων που πήρε.
Με όλα αυτά όμως , ο φίλος μου ο Λουκάς, ενώ ήταν τίμιος και εργατικός, άρχισε να γίνεται τεμπέλης και κομπιναδόρος. Στο μαγαζί, δεν πατούσε πλέον το ποδαράκι του. Πόσους υπαλλήλους είχε, δεν ήξερε, γιατί έπαιρνε συνεχώς νέους, για να εξυπηρετήσει τον φίλο του τον Ανδρέα ( όχι εμένα ). Οι υπάλληλοι, έκαναν ό, τι ήθελαν, και όλα πήγαιναν κατά διαόλου. Ο Λουκάς δεν πήρε χαμπάρι για το τι γίνεται. Τώρα, έκανε καινούριο φίλο , τον Κώστα, και αυτόν διαβασμένο με πτυχία, και όλοι τον ζηλεύανε. Μαζί από το πρωί μέχρι το βράδυ. Άρχισε μαζί του να ασχολείται με το χρηματιστήριο. Τα κατάφερναν, και κέρδιζαν συνέχεια, μαζί με τον Κώστα. Κάποια στιγμή, τον ρώτησα πώς τα καταφέρνουν, και μου είπε ότι ο Κώστας είχε έναν φίλο, τον Γιάννη, επιστήμονα, που ήταν μέσα στα πράγματα και τους έδινε καλές συμβουλές. Ξαφνικά όμως , εκεί που κέρδιζε και είχε την ελπίδα να αγοράσει και ένα νησάκι για να κάνει διακοπές, ο Κώστας και ο φίλος του ο Γιάννης χαθήκαν από την ‘’πιάτσα’’.
Ο καημένος ο Λουκάς, δεν πρόλαβε να καταλάβει τίποτα, άρχισε να χάνει και έφτασε στο σημείο να πουλήσει και το πατρικό του σπίτι στο χωριό , για να παίξει μήπως πάρει πίσω τα χαμένα. Κάποτε μου έλεγε, πως το πατρικό του δεν πρόκειται ποτέ να το πουλήσει, γιατί αν όλα πάνε στραβά, θα έχει κάποιο μέρος να μείνει, να φυτέψει πατάτες, ντομάτες κτλ και να ζήσει. Πάει και αυτό. Τώρα πιά προσπαθούσε να σωθεί όπως αυτός που πνίγεται και κρατιέται απο τα μαλλιά του.
Είχε μάθει όμως, να ακούει τους φίλους του. Έτσι, έκανε καινούριο φίλο, άλλον Κώστα διαβασμένο και αυτόν, μεγάλο όνομα στην κοινωνία της πόλης μας. Μόνο που κανείς δεν ήξερε τι δουλειά έκανε. Περίμενε ότι θα τον βοηθούσε, αλλά εκείνος είχε να βοηθήσει άλλους ‘’πιο’’ φίλους του. Είδε και απόειδε ο Λουκάς, και με τις γνωριμίες που είχε κάνει ψάχνει καινούριο φίλο, και βρίσκει το Γιώργο, σπουδασμένο στο εξωτερικό.
Αμέσως, ο φίλος του ο Γιώργος, του λέει να μην στεναχωριέται και ότι όλα θα τακτοποιηθούν. Μια μέρα που τυχαία πίναμε μαζί και οι τρείς καφέ, του είπε επιλέξει. « Μην στεναχωριέσαι, Λουκά, χρήματα υπάρχουν για να τα φέρουμε βόλτα.» Ο Λουκάς, πήρε τα επάνω του και αναθάρρησε. Του είπε ο φίλος του ο Γιώργος, να του κάνει ένα γενικό εν λευκώ πληρεξούσιο, για να μπορέσει να τον σώσει από την χρεωκοπία. Ο Λουκάς, με ελπίδα, του το έδωσε.
Πέρασαν πέντε μέρες, και ειδοποιούν τον Λουκά να περάσει από μία Τράπεζα, με την οποία δεν είχε πάρε – δώσε, για μια υπόθεσή του. Μου το λέει ο Λουκάς, και μου ζητάει να πάω μαζί του. Από ενδιαφέρον, αλλά και περιέργεια, την άλλη μέρα το πρωί πάμε στην Τράπεζα, που ούτε εγώ την ήξερα. Ήταν κάτι σαν μερικές τράπεζες μαζεμένες, ονομαζόταν ‘’ΔΙΕΘΝΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ’’ (ΔΝΤ) ή κάτι τέτοιο. Μας υποδέχονται με τιμές, μας βάζουν σε ένα γραφείο που μόνο στον κινηματογράφο έχω δεί, και έρχονται τρείς τύποι καλοντυμένοι, καλοξυρισμένοι, με τους δερμάτινους χαρτοφύλακές τους για να συζητήσουμε το θέμα του Λουκά.
Με το που ξεκινήσαμε, ο ένας ‘’έκοβε’’, ο άλλος ‘’έραβε’’ που λέμε. Το θέμα του Λουκά ήταν, πως ο φίλος του ο Γιώργος, για να τον σώσει από την χρεωκοπία, με το πληρεξούσιο που του έκανε, συμφώνησε με αυτή τη μυστήρια τράπεζα, να μεταφερθούν όλα τα χρέη του Λουκά σε αυτήν, και να τον ‘’ξελασπώσει ‘’ εκείνη. Στην αρχή, ο Λουκάς ανάσανε. Βέβαια, καλύτερα να έχεις να κάνεις με έναν, παρά με πολλούς. Αλλα και να ήθελε, δεν μπορούσε να αρνηθεί, γιατί υπήρχε και αυτό το ρημάδι το πληρεξούσιο. Όταν φεύγαμε, μετά τους καφέδες και τις ρεβεράντζες, μας έδωσαν και ένα βιβλιαράκι με 50 περίπου σελίδες, για να το διαβάσει ο Λουκάς και να δεί τις λεπτομέρειες για την εξυπηρέτηση που του έκαναν. Εγώ, είχα δουλειά ,άφησα τον Λουκά στο σπίτι του και έφυγα.
Την άλλη μέρα το πρωί, πριν κάν πιώ τον καφέ μου, χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ο Λουκάς, αλλα από την ταραχή του, τρόμαξα να τον αναγνωρίσω. Οι πρώτες λέξεις του ήταν
‘’Αμάν, χάθηκα, τι θα κάνω τώρα ?’’.
Κλαίγοντας σχεδόν, μου ζήτησε να πάω στο σπίτι του για να τον συμβουλέψω. Αν και δεν είχα τρόπο να τον βοηθήσω, αφού δεν ήξερα ακριβώς τι συνέβαινε, σε πέντε λεπτά ήμουν εκεί. Έκπληκτος, είδα να γίνεται κλάμα και οδυρμός, από τον ίδιο, την γυναίκα του και τα παιδιά τους.
‘’Τι τρέχει, ρε Λουκά ?’’ τον ρωτάω.
Μου δείχνει το βιβλιαράκι που μας είχαν δώσει, και μου λέει
‘’ Ο Γιώργος με κατέστρεψε. Τι θα κάνω τώρα ???’’.
Επειδή ήξερα λίγο περισσότερα γράμματα, του είπα να μου δώσει το βιβλιαράκι, να το μελετήσω, να δούμε τι γίνεται, και τι μπορούμε να κάνουμε μετά. Με άκουσε, μου το έδωσε και έφυγα. Επειδή ο Λουκάς ήταν φίλος μου, άφησα κάποιες δουλειές που είχα, και κάθησα να το μελετήσω. Μετά από τεσσερεις ώρες, πέντε καφέδες και ένα πακετο τσιγάρα, έβγαλα τα συμπεράσματά μου και έκλαψα για τον Λουκά. Πήρα τις σημειώσεις που έκανα, και πήγα σπίτι του, που με περίμενε. ‘’Κάτσε να τα πούμε ‘’ του λέω. ‘’Εδώ, υπάρχουν καλά και κακά πράγματα’’. Ο Λουκάς, κρεμόταν από τα χείλη μου. Κάθομαι λοιπόν και του εξηγώ τι κατάλαβα, από όσα διάβασα. Του λέω λοιπόν τα εξής.
‘’Το καλό είναι ότι θα σου δώσουν από την τράπεζα χρήματα, για τις υποχρεώσεις σου. Θα σου τα δώσουν, σε τρείς δόσεις, εάν κάνεις ό τι σου λένε.
Για να πάρεις τα πρώτα, να πληρώσεις τους υπαλλήλους σου, το ΙΚΑ, το ΦΠΑ και τους τόκους, θα σου δώσουν 1.000.000, με την προϋπόθεση ότι θα τους πληρώσεις και θα τους απολύσεις. Θα κρατήσεις μόνο δύο, με το μισό μισθό, και αν τους αρέσει.
Από αυτά τα χρήματα, θα σου κρατήσουν 300.000 για δόσεις των υποχρεώσεων που έχεις ήδη με τα δάνεια που πήρες. Ακόμη, ξέχνα τον κηπουρό και το υπηρετικό προσωπικό, πάνε και αυτοί. Γυρνάς στο μαγαζί και δουλεύεις μόνος σου, όπως όταν ξεκίνησες. Τα τρία υποκαταστήματα που έχεις, τα κλείνεις. Το αυτοκίνητο δεν θα το κινείς, γιατί πρέπει να κάνεις οικονομία. Θα πηγαίνεις με τα πόδια, γιατί το περπάτημα κάνει καλό στην υγεία, εκτός άμα υπάρχει ακόμα το ‘’ ZUNTAPP’’ που είχες. Από σήμερα, τέρμα οι βόλτες, το τσιγάρο, οι καφέδες (μόνο ελληνικό, δυό φορές την βδομάδα, και αυτόν στο σπίτι), τα αναψυκτικά και ποτά, τέρμα οι πιστωτικές κάρτες, τέρμα τα ψώνια της κυρα-Μαίρης (η γυναίκα του) στα μαγαζιά. Τα παιδιά θα φορούν τα ίδια ρούχα, και όταν δεν κάνουν πλέον στο μεγάλο, θα τα φοράει το μικρό. Δεν έχει σημασία που το μεγάλο είναι κορίτσι και το μικρό είναι αγόρι, θα συνηθίσει. Τέρμα τα ιδιωτικά σχολεία, θα πηγαίνουν στο σχολείο της γειτονιάς. Και πρόσεξε, έχουν βάλει πέντε ανθρώπους να σε παρακολουθούν, για να δούν εάν συμμορφώνεσαι με τις εντολές τους.
Μετά από τρείς μήνες , θα έρθουν στο σπίτι σου τρείς από την τράπεζα, για να ελέγξουν εάν κάνεις ό τι σου είπανε, να επιθεωρήσουν και εάν μείνουν ικανοποιημένοι, θα σου δώσουν την δεύτερη δόση, δηλαδή ακόμη 700.000. Όταν πάρεις και αυτά, θα πρέπει να κάνεις λίγη οικονομία ακόμα. Τέρμα τα φρούτα, η σαλάτα και το τυρί στο τραπέζι, μόνο κάθε Κυριακή. Κρέας, μία φορά την εβδομάδα, αλλα μπορείς να διαλέξεις ποια μέρα θέλεις εσύ. Και πρόσεξε, για τους τέσσερείς σας, μπορείς να πάρεις μέχρι 1,5 κιλό . Βέβαια, εάν η σαλάτα σου είναι απαραίτητη, μπορείς να στείλεις την κυρα-Μαίρη και τα παιδιά, για να μαζέψουν ραδίκια, που είναι και υγιεινά. Ψωμί, θα αγοράζεις για τρείς μέρες, έτσι θα κάνεις οικονομία, γιατί όταν είναι μπαγιάτικο, θα τρώτε λίγο. Βέβαια, από τις 700.000 ξέχασα να σου πώ, πως θα κρατήσουν τις 692.000 για τους τόκους που χρωστάς. Και πρόσεξε, οι πέντε που σε παρακολουθούν, θα υπάρχουν και θα βλέπουν.
Μετά από έξη μήνες, οι τρείς που είχαν έρθει, θα ξαναέρθουν, για να δούν πώς πας. Πρόσεξε καλά, να μην δούν τίποτα καινούριο στο σπίτι σου, γιατί ‘’την έβαψες’’. Έχουν πάρει φωτογραφίες και βίντεο από την πρώτη φορά και ξέρουν καλά. Θα σε ξαναεπιθεωρήσουν λοιπόν, και εάν μείνουν ευχαριστημένοι, θα σου δώσουν και την τρίτη δόση που συμφωνήσατε, που θα είναι 200.000. Βέβαια, λογικό είναι, για να μην χάσουν τα λεφτά τους οι άνθρωποι επειδή σε βοηθούν, να κρατήσουν τις 195.000 για τα χρέη σου. Όταν πάρεις και αυτά τα λεφτά, δεν θα αλλάξεις καμμία από τις καινούριες συνήθειές σου, αλλα θα πουλήσεις το εξοχικό και το σπίτι, για να μπορέσεις να πληρώσεις κάτι ψιλά που έμειναν. Μην στεναχωριέσαι όμως, είναι τόσο καλοί που θα τα αγοράσουν οι ίδιοι, για να σε βοηθήσουν. Έχε και το νού σου, και μην λές και πολλά στο τηλέφωνο, γιατί αν τους στεναχωρήσεις, θα σου κόψουν την βοήθεια.
Ά, και κάτι ακόμη. Εάν έρθει και σου πεί κανείς ότι σου δίνει όλα όσα χρειάζεσαι, χωρίς τόκους και δεσμεύσεις, δεν μπορείς να τα πάρεις. Παίρνεις μόνο από την τράπεζα.
Μετά από άλλους έξη μήνες…’’
Εδώ με διακόπτει ο Λουκάς και μου λέει
‘’Άσε, Ανδρέα, κατάλαβα. Το θέμα είναι ότι μετά από αυτούς τους έξη μήνες που μου λές, εμείς θα έχουμε πεθάνει από την πείνα και δεν μας ενδιαφέρει τι θα γίνει. Έ,ρε πόσο λαμάκας ήμουν που πίστευα αυτούς που νόμιζα φίλους μου…Και να σκεφτείς, ότι πρίν από λίγο καιρό, ένας ξεχασμένος μπάρμπας μου που είναι στη Νέα Ζηλανδία, μου είπε πως εάν μπορώ να φιλοξενήσω τα παιδιά του στο εξοχικό μου, θα μου έδινε 200.000 το μήνα, αλλα ρώτησα τον Γιώργο και μου είπε να μην το κάνω, γιατί μετά από 132 χρόνια τα παιδιά του μπάρμπα μου θα ζητούσαν το σπίτι για δικό τους.’’
Εγώ αυτό δεν το ήξερα, γιατί ο Λουκάς ήταν μεν φίλος , αλλα δεν μου τα έλεγε και όλα, αφού είχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους άλλους φίλους του, τον Ανδρέα ( όχι εμένα )τον Κώστα, τον άλλο Κώστα και τον Γιώργο που ήξεραν καλύτερα. Και συνέχισε ο Λουκάς
‘’Άχ ρε φίλε μου, θυμάσαι το ξερό ψωμί με την ζάχαρη και την κανέλα που τρώγαμε πιτσιρίκια ? Μακάρι να μπορούσαμε να γυρίσουμε εκεί…..’’
Δεν είχα παρά να συμφωνήσω. Πέρασαν μερικές μέρες χωρίς να έχω νέα του Λουκά. Μια μέρα, βλέπω στο δρόμο ένα κοινό μας φίλο, και των ρωτάω, τι γίνεται ο Λουκάς.
‘’Δεν τα έμαθες ?’’ μου λέει.’’ Ο Λουκάς έφυγε, εξαφανίστηκε, κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται. Πήρε την οικογένειά του, και έφυγε’’.
Πέρασαν κάποια χρόνια, χωρίς να έχω νέα από τον Λουκά. Στο σπίτι του, τώρα έμενε ένας από τους τρείς που τον επιθεωρούσαν όταν ήταν εδώ. Το μαγαζί, έκλεισε και αυτό και τώρα ήταν υποκατάστημα της τράπεζας που βοήθησε τον Λουκά. Όσο για το εξοχικό, είχε γίνει ξενώνας για φιλοξενία πελατών της τράπεζας από το εξωτερικό.
Μία μέρα πάλι, εκεί που έπινα τον καφέ μου στο καφενείο της παλιάς μας γειτονιάς, βλέπω να έρχεται ο Πέτρος, άλλος κοινός φίλος, που έγινε ναυτικός. Τον κάλεσα να μου κάνει παρέα, για να θυμηθούμε και τα παλιά. Τότε μου είπε, ότι σε ένα από τα τελευταία του ταξίδια, είχε συναντήσει τον Λουκά στο Μαρακάϊμπο, να δουλεύει σε ένα μπάρ στο λιμάνι. Με κλάματα του είχε διηγηθεί την ιστορία του, καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που εμπιστεύτηκε κάποιους φίλους για να τον βοηθήσουν οικονομικά και το παράπονό του ήταν ότι θα πέθαινε στα ξένα, γιατί ήταν αδύνατο να γυρίσει στην πατρίδα. Σηκωθήκαμε και φύγαμε.
Γυρνώντας στο σπίτι μου, κουνούσα το κεφάλι μου και μονολογούσα.
‘’Καημένε Λουκά…. Ήσουν τίμιος, εργατικός, κατάφερες πολλά στη ζωή σου, όμως θέλησες το κάτι παραπάνω, χωρίς υπομονή , χωρίς προσπάθεια. Και τι κατάφερες ? Πίστεψες ότι θα σε βοηθήσουν κάποιοι που σου έκαναν τους φίλους, που δεν είχαν ιδέα πώς βγαίνουν τίμια τα λεφτά, φρόντισαν την πάρτη τους και εσύ έμεινες στον άσσο. Καημένε Λουκά….’’
ΠΡΟΣΟΧΗ
Κάθε συνωνυμία και ομοιότητα με ευρύτερες καταστάσεις, με άτομα και συνθήκες είναι εντελώς τυχαία και συμπτωματική. Για να μην μπερδευόμαστε δηλαδή.