15/9/2011
Σας είχα πεί, ότι με τον πιστό ακόλουθό μου Σάντσο Πάντσα μένω στο Πανδοχείο της Χαμένης Ελπίδας. Ποτέ όμως δεν σας έγραψα για αυτό, και είναι καιρός να σας πώ δυό λόγια.
Το πανδοχείο είναι πολύ μεγάλο, και διαμένουν εξακολουθητικά πάρα πολλοί , μερικοί από τους οποίους είναι και αναγνωρίσιμοι ( όχι ‘’επώνυμοι’’). Αν σας πώ τους συγκατοίκους μου, θα πάθετε πλάκα.
Συγκάτοικοί μου στο πανδοχείο είναι οι κ.κ Πανέμορφος, Καρανδρέου και Παπαμαλής με τις οικογένειές τους , Δημητροτάκης, Παπαβαλέ, Ρουμπινοπούλου, Σαμαράκος, Βενιζέλογλου, Καρακωνσταντίνου, Ξεκόκκαλης, Βαρδινοπέτρος, Βουλγαράκος, Λομβάρδος, Ρουσσογιός, Μπακοπέτρου, Τσίπιρας, Κουλουρτζής, Τσοχομπιλιάρδος, Καραντωνίου, Μπόμποτας, Λαμπεράκης, Λάστης, Εμφιαλωτής, Διαβολόπουλος, Ευγενόπουλος και το συνάφι του,και άλλοι πολλοί. Φυσικά, δεν μένουν σε απλά δωματιάκια σαν το δικό μου, αλλα σε λίγο μεγαλύτερα, για να χωράει και το σκυλολόι ( συγγνώμη, η ‘’ακολουθία’’ ) τους.
Προχτές, ο διευθυντής του πανδοχείου, για τα εγκαίνια της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης, πρότεινε το βράδυ να γευματίσουμε όλοι μαζί ,για να γνωριστούμε και να διασκεδάσουμε λιγάκι.
Κανείς δεν είχε αντίρρηση, και ο πανδοχέας συνεννοήθηκε με τον κ. Καρανδρέου, ο οποίος είχε οικογενειακή εμπειρία σε τέτοια θέματα, να κάνει εκείνος τα απαραίτητα με ένα κέτεριγκ, νομίζω το ‘’ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΝΕΟΙ ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΙ’’ ή κάτι παρόμοιο. Το βράδυ λοιπόν, απλώθηκε ένας απερίγραπτος μπουφές, που είχε ‘’και του πουλιού το γάλα’’. Τι να λέμε τώρα….
Για να έχουμε και καλές σχέσεις με τους γειτόνους, που μέχρι τότε ξήλωναν τον φράκτη του πανδοχείου, τους κάλεσαν και αυτούς. Μόνο που έπρεπε να δώσουν το όνομά τους στην πόρτα. Το τι …όκο, …ίλι, ….άβα, …όφσκι κτλ κτλ μαζεύτηκε, ήταν απερίγραπτο. Σκοτείνιασε ο κόσμος.
Πήγαμε στον μπουφέ να πάρουμε το πιάτο μας. Άντε καλά. Ο διευθυντής είχε φροντίσει για τα πιάτα των ‘’αναγνωρίσιμων’’ συγκατοίκων μου, με ιδιαίτερη προσοχή βέβαια. Εγώ και κάποιοι άλλοι, προλάβαμε να πάρουμε έναν κεφτέ και λίγο ψωμί. Τα υπόλοιπα ? Ξέρετε φαντάζομαι εκείνα τα κόκκινα αφρικανικά μυρμήγκια που στο πέρασμά τους αφήνουν μόνο ξερή γή. Έ, λοιπόν, πέρασαν από το μπουφέ. Ο μόνος που το φχαριστήθηκε, ήταν ο Ροσινάντης, που ‘’πλάκωσε’’ τα λουλούδια από τη διακόσμηση και την ‘’τήλωσε’’.
Με αυτά και αυτά, το βράδυ πέρασε. Στη τηλεόραση, διαπιστώσαμε ακόμη μια φορά, το πόσο προσπαθούν οι Έλληνες να είναι σε καλή φυσική κατάσταση, αφού το απόγευμα έκλεισαν οι δρόμοι, για να μπορέσουν να κάνουν τον περίπατό τους και να παίξουν στους δρόμους της πόλης. Και για να μην τους ενοχλήσει κανένας, είχε γύρω – γύρω αστυνομικούς που τους προστάτευαν από τις γάτες και τα σκυλιά που κυκλοφορούσαν ελεύθερα.
Την άλλη μέρα, πρωί – πρωί, ο ταμίας του πανδοχείου, ο κ. Ρεφενές, σε συνεργασία με τους κ.κ Καρακωνσταντίνου και Βενιζέλογλου, μας έφερε αναλυτικό λογαριασμό για την προηγουμένη. Έτσι είχαμε συμφωνήσει. Και με απόλυτη δικαιοσύνη, σύμφωνα με τα κριτήριά τους, τον μοίρασε εξ ίσου σε όλους μας. Άρχισαν οι γκρίνιες από μερικούς, επειδή δεν έφαγαν καλά και ο λογαριασμός φαινόταν υπέρογκος. Δεν είχαμε άλλη λύση, παρά να μαζευτούμε για να το συζητήσουμε. Έτσι και έγινε.
Αφού τέθηκε το θέμα από τον εκπρόσωπο του κέτεριγκ που ήθελε τα λεφτά ‘’του’’, άρχισαν να γίνονται δηλώσεις από τους συμμετέχοντες. Πρώτος, μίλησε ο κ. Καρανδρέου, που θεώρησε ότι το πρόβλημα δεν είναι σοβαρό, γιατί ΛΕΦΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ. Και μάλιστα, για να το αποδείξει έψαξε για το πορτοφόλι του, αλλα το είχε ξεχάσει στη Σουηδία ή την Αμερική, όπως απολογήθηκε μετά.
Ακολούθησε ο κ. Πανέμορφος, τον οποίο το προηγούμενο βράδυ έβλεπα παραπέρα να καταβροχθίζει ‘’γατοκεφαλές’’ τους αστακούς, και με την ευγλωτία που τον χαρακτήριζε, μας είπε ότι αφού ΜΑΖΙ ΤΑ ΦΑΓΑΜΕ , μαζί έπρεπε και να πληρώσουμε. Αφού τα είπε αυτά, παρήγγειλε από τον σερβιτόρο να του φέρει 5 γιαούρτια και καινούρια καρέκλα, γιατί αυτή που καθόταν, έσπασε.
Τον λόγο πήρε ο κ. Σαμαράκος, που προσπάθησε να μας πείσει ότι φταίει ο κ. Καρανδρέου που μας είπε ότι ΛΕΦΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ και ξεθαρέψαμε. Εκείνος ήξερε ότι δεν υπάρχουν λεφτά, αλλα τι να έκανε ? Να μην ερχόταν στο τσιμπούσι ?
Αμέσως πήρε το λόγο ο κ. Μαυροτζαφέρης, και είπε ότι κακώς ο διευθυντής προσκάλεσε τους γείτονες, επειδή εκείνοι έφαγαν τα περισσότερα, μέχρι και τον αγλέορα.
Οι κ.κ Ρουμπινοπούλου, Άλαλος, Ρουσσογιός, Τσοχομπιλιάρδος και μερικοί ακόμα, δεν έλεγαν κουβέντα. Απλώς ζήτησαν σόδα από τον σερβιτόρο, ενώ ο κ. Τσοχομπιλιάρδος ακόμα είχε λίγο χαβιάρι στα χείλια του.
Ο κ. Βενιζέλογλου άρχισε να λέει κάτι ακαταλαβίστικα, για οικονομικές θεωρίες του Adams σε συνάρτηση με το νομικό δίκαιο της Παταγωνίας. Μας έφαγε 3 ώρες, χωρίς να πεί τίποτα στην ουσία.
Η κ. Παπαβαλέ, άρχισε να αναπτύσσει τις θεωρίες της, ότι μόνο αυτοί που μένουν στις σουίτες του πανδοχείου πρέπει να πληρώσουν τον λογαριασμό, γιατί μόνο αυτοί έχουν λεφτά. Όταν τα έλεγε αυτά, κάποιοι που έμεναν στις σουίτες, ανθυπομειδιούσαν ειρωνικά.
Οι κ.κ Ξεκόκκαλης και Βαρδινοπέτρος, ισχυρίστηκαν ότι αφού τους κάλεσαν δεν πρέπει να πληρώσουν τίποτα.
Ο κ. Ευγενόπουλος, εκπροσωπόντας και τους υπόλοιπους του συναφιού του, μας είπε ότι πρέπει πάσει θυσία να πληρώσουμε εμείς το κέτεριγκ, γιατί έτσι θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε την ‘’συνεργασία’’, να κάνουμε και άλλα τσιμπούσια για να έχουμε να φάμε. ( Εδώ θυμήθηκα τον κεφτέ που πρόλαβα…)
Εντύπωση προκαλούσε το γεγονός ότι οι κ.κ Παπαμαλής και Κουλουρτζής δεν έβγαζαν μιλιά, λες και δεν τους απασχολούσε το θέμα. Ειδικά, ο κ. Παπαμαλής έμοιαζε να κοιμάται.
Ο κ. Πλαπούτας, ο μεγάλος δημογέροντας του πανδοχείου, μας είπε ότι εκείνος απλώς βρίσκεται εκεί, γιατί εκεί τον έβαλαν.
Μετά από 5 ώρες δηλώσεων, αντεγκλήσεων και μικροκαυγάδων, συμπέρασμα δεν βγήκε.
Τότε πήρε το λόγο ο εκπρόσωπος του κέτεριγκ ‘’Διεθνείς Νέοι Τοκογλύφοι’’ και δήλωσε ότι εάν δεν πάρει τα λεφτά του , καθώς και τα έξοδα που έκανε να έρθει, όχι μόνο δεν θα ξανασυνεργασθεί με το πανδοχείο, αλλα και θα κάνει ενέργειες για να το κατασχέσει. Υπόψη ότι ο πανδοχέας του είχε παραχωρήσει για την φιλοξενία, σουίτα.
Μετά από αυτή την εξέλιξη, όλοι όσων τα ονόματα ανέφερα παραπάνω, και μερικοί ακόμα, δήλωσαν οργισμένοι ότι μετακομίζουν από το πανδοχείο αμέσως και ότι δεν πληρώνουν τίποτα. Πράγματι, σαν να ήταν συνενοημένοι από πρίν, με ένα νεύμα τους οι υποτακτικοί τους που είχαν ήδη φορτωμένα τα πράγματά τους, μετακόμισαν στο ‘’BILDENBERGHOTEL’’. Οι ίδιοι, έφυγαν από την πίσω πόρτα, γιατί την μπροστινή την είχαν κλείσει οι χτεσινοί γείτονες που λέγαμε, επειδή περίμεναν νέο τσιμπούσι.
Μείναμε λοιπόν, αφού διώξαμε τον εκπρόσωπο του κέτεριγκ, μόνο ο πανδοχέας και εμείς που παραπονεθήκαμε για το λογαριασμό. Αυτά που μπορούσαμε να κάνουμε, ήταν.
Πρώτο. Να μετακομίσουμε και εμείς από το πανδοχείο, και ας κλείσει. Δεν μπορούσαμε όμως να το κάνουμε, γιατί με τόσα χρόνια που μέναμε, το θεωρούσαμε δικό μας πλέον.
Δεύτερο. Να μας βγάλει καινούριο λογαριασμό ο κ. Ρεφενές, και να πληρώσουμε εμείς. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχαμε τόσα λεφτά.
Τρίτο. Να πληρώσουμε το κέτεριγκ με δόσεις, αλλα με τους τόκους που βάζει θα πληρώναμε 10 φορές παραπάνω.
Τέταρτο. Να πάμε να καταλάβουμε το ‘’BILDENBERGHOTEL’’, μέχρι να πληρώσουν τον λογαριασμό αυτοί που έφυγαν. Για αυτό όμως, χρειαζόταν ‘’κομάντος’ που δεν υπήρχαν, αφού το ‘BILDENBERGHOTEL’’ ήταν σε απρόσιτο μέρος.
Έτσι, βρεθήκαμε σε αδιέξοδο. Τι να κάνουμε ? Πήρα το λόγο εγώ, σαν γνήσιος Δον Κιχώτης και πρότεινα να δώσουμε στο κέτεριγκ ‘’ένα κβά τσόκια’’ από αυτά που είχαμε στο υπόγειο του πανδοχείου, να διώξουμε τους γείτονες από την πόρτα και να βάλουμε φύλακα, και να στραφούμε σε ανταγωνιστή του κέτεριγκ για να μας εξυπηρετεί, μέχρι να ξαναρχίσει να λειτουργεί το μαγειρείο του πανδοχείου που ο πανδοχέας το είχε κλείσει, γιατί βολευόταν με τα έτοιμα.
Ότι και να κάναμε από τα παραπάνω, γεγονός θα ήταν ένα και μοναδικό. Με πολύ κόπο, ιδρώτα και προσπάθεια, θα καταφέρναμε να ξαναστήσουμε στα πόδια του το πανδοχείο, και να του αλλάζαμε το όνομα, από πανδοχείο της ΧΑΜΕΝΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ σε πανδοχειο ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ.
Βράδυασε, και απόφαση δεν πήραμε ακόμα. Μάλλον θα συνεχίσουμε αύριο το πρωί, και ελπίζω καπου να καταλήξουμε. Μάζεψα τον Ροσινάντη που έτρωγε το φράκτη του πανδοχείου, γιατί ο καλός μου ο Σάντσο Πάντσα αποφάσισε να γίνει συνδικαλιστής και δεν δουλεύει σήμερα.
Πάντως, αν δεν πάρουμε γρήγορα απόφαση, μας βλέπω να πεινάμε και να κινδυνεύει ακόμα και ο Ροσινάντης. Όσο για τη Δουλτσινέα, πού όρεξη για τέτοια τώρα…
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Όλα τα παραπάνω, δεν είναι αποκυήματα της νοσηρής φαντασίας του Δον Κιχώτη, και έχουν σχέση με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις.
Δόν Κιχώτης ( κατά κόσμον, Ανδρέας Μελεζιάδης )